- σφήνωση
- ητοποθέτηση σφήνας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σφήνωση — η / σφήνωσις, ώσεως, ΝΜΑ [σφηνῶ, ώνω] το σφήνωμα νεοελλ. στρ. η προσαρμογή τών βλημάτων στον σωλήνα τού πυροβόλου, καθώς και τών βολίδων στη θαλάμη τής κάννης τών τυφεκίων, πυροβόλων και πιστολιών αρχ. 1. απόκλειση, απόφραξη («διάτασιν καὶ… … Dictionary of Greek
σφηνώσῃ — σφηνώσηι , σφήνωσις the use of the wedge fem dat sg (epic) σφηνόω shape like a wedge aor subj mid 2nd sg σφηνόω shape like a wedge aor subj act 3rd sg σφηνόω shape like a wedge fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλείστρο — Μηχανισμός των πυροβόλων όπλων, ο οποίος κλείνει τη θαλάμη και αντιστέκεται στην πίεση των αερίων που παράγονται από την έκρηξη της γόμωσης. Η ιδέα της γόμωσης από τη θαλάμη εμφανίστηκε όταν σχεδιάστηκαν τα πρώτα πυροβόλα, αλλά η πρωτόγονη… … Dictionary of Greek